- μίμους
- μί̱μους , μῖμοςimitatormasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σώφρων — Μιμογράφος του 5ου π.Χ. αι., που έζησε στις Συρακούσες και έγραψε σε αρχαία δωρική μίμους, διακωμωδώντας τη ζωή των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Από τα έργα του σώθηκαν μόνο αποσπάσματα. Τα έργα του χωρίζονται σε Μίμους ανδρείους, που αναφέρονται … Dictionary of Greek
Ηρώνδας ή Ηρώδας — (3ος αι. π.Χ.).Μιμογράφος από την Κω. Το συγγραφικό έργο του τοποθετείται μεταξύ 275 και 245 π.Χ. Ένας πάπυρος που ανακαλύφθηκε το 1891 έκανε γνωστούς εννέα (οι επτά πλήρεις) σύντομους μίμους του σε ιωνική διάλεκτο (ονομάζονται και μιμίαμβοι,… … Dictionary of Greek
блоудьница — БЛОУДЬНИЦ|А (131), Ѣ ( А) с. Развратница, блудница: Не сърѣтаи жены блоудь||ницѩ. да не како въпадеши въ сѣти ѥ˫а. (ἑταιριζομένῃ) Изб 1076, 174 об. 175; ˫ако блоудьницю оцѣсти ны и ˫ако мытоимьца оправи. СкБГ XII, 17г; тако же и въдовоу… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
μίμαυλος — μίμαυλος, ὁ (Α) ηθοποιός που έπαιζε μίμους με συνοδεία αυλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + αὐλός] … Dictionary of Greek
μιμάς — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους γίγαντες ο οποίος, σύμφωνα με τον Ευριπίδη, αντιμετώπισε τον Δία. Ο Απολλώνιος αναφέρει ότι αντιμετώπισε τον Άρη. Οι θεοί έριξαν επάνω του ένα ψηλό βουνό, κάτω από το οποίο θάφτηκε, στη Μικρά Ασία,… … Dictionary of Greek
μιμικός — ή, ό (Α μιμικός, ή, όν) [μίμος] αυτός που αναφέρεται στους μίμους ή αυτός που γίνεται κατά τον τρόπο τών μίμων νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η μιμική η τέχνη τής έκφρασης τών σκέψεων ή τών συναισθημάτων με χειρονομίες, μορφασμούς κ.λπ. 2. φρ.… … Dictionary of Greek
μιμολόγος — μιμολόγος, ὁ (ΑΜ) ηθοποιός που παίζει μίμους αρχ. 1. ο συνθέτης μίμων 2. ως επίθ. μιμολόγος, ον αυτός που μιμείται τη φωνή τού ανθρώπου ή κάτι άλλο, αυτός που επαναλαμβάνει περιπαικτικά τη φωνή κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + λόγος*] … Dictionary of Greek
μιμωδός — μιμῳδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδούσε σε μίμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ ωδός] … Dictionary of Greek
προσωπείο — Έτσι ονομάζεται το ψεύτικο πρόσωπο που κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, με μορφή ανθρώπου ή ζώου ή διαβολική, με χαρακτηριστικά σκόπιμα παραμορφωμένα, και χρησιμοποιείται για μαγικούς τελετουργικούς σκοπούς ή για τον… … Dictionary of Greek